ενέχυρο

ενέχυρο
Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να συσταθεί και επάνω σε μεταβιβαστό δικαίωμα, σε ανώνυμο τίτλο, σε τίτλο σε διαταγή κλπ., κατά τις ειδικότερες διατάξεις του A.K. Το ε. είναι αδιαίρετο· αν έχει ως αντικείμενο περισσότερα πράγματα, το καθένα από αυτά ασφαλίζει ολόκληρη την απαίτηση. Για τη σύσταση του ε. απαιτείται παράδοση του πράγματος στον δανειστή ή σε τρίτο και συμφωνία για το ε. Σύσταση ε. μπορεί να γίνει και χωρίς παράδοση, αλλά τότε επιβάλλεται εγγραφή σε ειδικό δημόσιο βιβλίο. Το ε. εκτείνεται και στο αντάλλαγμα ή στην αποζημίωση, σε περίπτωση καταστροφής ή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του πράγματος. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν τις υποχρεώσεις του δανειστή, ενώ προβλέπεται η δυνατότητα παράδοσης του πράγματος σε μεσεγγυούχο ή και επιστροφής του. Τα συμφέροντα του δανειστή προστατεύονται με την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί κυριότητας, με την παροχή ευχέρειας επωφελούς πώλησης του πράγματος έπειτα από άδεια του δικαστηρίου. Αν το ε. παραχωρήθηκε από τρίτο πρόσωπο, εκείνος που το ενεχυρίασε έχει το δικαίωμα να καταβάλει το χρέος και να ξαναπάρει το πράγμα, οπότε αποκτά τα δικαιώματα του δανειστή. Το πράγμα επιστρέφεται μετά την απόσβεση του ε., εκτός αν, μετά τη σύστασή του, έχει συνομολογηθεί και νέα απαίτηση κατά του ίδιου οφειλέτη και υπέρ του δανειστή· πρέπει, ωστόσο, η εκπλήρωσή της να είναι απαιτητή πριν από τη λήξη του ε. Νόμιμο ε., δηλαδή προβλεπόμενο απευθείας από τον νόμο, χωρίς να απαιτείται να συσταθεί με ιδιαίτερη σύμβαση, έχει θεσπιστεί από τον A.K., λόγω της σημασίας που δίνει το δίκαιο στην προστασία ορισμένων συναλλαγών από τη μεριά των δανειστών, στην περίπτωση μίσθωσης ακινήτου επί των εισκομισθέντων από τον μισθωτή, μίσθωσης έργου επί των κινητών του εργοδότη που επισκεύασε ή κατασκεύασε, καθώς και υπέρ του ξενοδόχου, επί των εισκομισθέντων από τον πελάτη. Εξάλλου, διατηρήθηκαν σε ισχύ οι ειδικές περί ε. διατάξεις, ειδικότερα για γεωργικό ενεχυρόγραφο, ε. καπνού, περί ενεχυροδανειστηρίων και ενεχυρογράφων.
* * *
το (AM ἐνέχυρον)
αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης από το δάνειο, που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για εξασφάλιση τού δανείου, κν. αμανάτι
νεοελλ.
(νομ.) εμπράγματο δικαίωμα που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του πάνω σε κινητό αντικείμενο που είναι δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην κατοχή τού δανειστή του
μσν.
εγγύηση («ἐνέχυρα βίου, τουτέστι παῑδας», Αρμεν.)
αρχ.
1. αυτό που κατακρατείται για οποιαδήποτε δέσμευση
2. στον πληθ. (για γυναικόπαιδα) όμηροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ἐν ἐχύρῳ (βλ. εχυρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενέχυρο — το 1. κινητό αντικείμενο αξίας (μεγαλύτερης από το δάνειο), που παίρνει ο δανειστής από τον οφειλέτη για ασφάλεια του δανείου: Βάζω ενέχυρο το δαχτυλίδι μου. 2. (νομ.), εμπράγματο δικαίωμα σε κινητό ξένο πράγμα, με το οποίο ο πιστωτής εξασφαλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενεχυριαστής — ο (Μ ἐνεχυριαστής) νεοελλ. 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να δανείζει με ενέχυρο 2. αυτός που δίνει κάτι ως ενέχυρο μσν. αυτός που παίρνει κάτι ως ενέχυρο, για να εξασφαλίσει οφειλόμενο σ αυτόν χρέος …   Dictionary of Greek

  • εμπράγματα δικαιώματα — Τα ιδιωτικά δικαιώματα, τα οποία παρέχουν άμεση εξουσία πάνω σε ένα πράγμα. Κύριο χαρακτηριστικό της εξουσίας αυτής είναι ότι μπορεί να στραφεί εναντίον όλων, γι’ αυτό και, υπό αυτή την έννοια, τα ε.δ. ονομάζονται και απόλυτα, σε αντίθεση με τα… …   Dictionary of Greek

  • αντίχρηση — (γαλλ. antichrèse, ιταλ. anticresi).Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. ήταν η συμφωνία κατά την οποία ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής έπαιρνε αντί των τόκων τους καρπούς του πράγματος· ο θεσμός επέζησε σε διάφορα νεότερα δίκαια (Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυράζω — ἐνεχυράζω (Α) [ενέχυρον] 1. παίρνω ως ενέχυρο («μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.) 2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.) 3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» μού παίρνουν… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυριάζω — (Μ ἐνεχυριάζω) δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο μσν. παίρνω κάτι ως ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ενεχυροδανειστήριο(ν) — το πιστωτικό ίδρυμα ή γραφείο που δίνει δάνεια με ενέχυρο, δηλ. έντοκα δάνεια που ασφαλίζονται με ενέχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστήριο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ενεχυροδανειστής — ο αυτός που παρέχει δάνεια παίρνοντας ενέχυρο, αυτός που διατηρεί ενεχυροδανειστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Παν. Ηλιόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ενεχυροδανειστικός — ή, ό(ν) αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον δανεισμό με ενέχυρο («ενεχυροδανειστικά γραφεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενεχυρο(ν) + δανειστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παληάνθρωπος] …   Dictionary of Greek

  • ενεχυρούχος — ο, η αυτός που κρατεί κάτι ως ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + ουχοι < έχω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”